- λεπτότητα
- η (AM λεπτότης, -ητος) [λεπτός]1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της»)3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ βασιλεῡ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν», Αριστοφ.)νεοελλ.-μσν.ευγένεια στους τρόπους, αβρότητα, ανωτερότητα, διακριτικότητα («φέρεται πάντοτε με λεπτότητα»)μσν.1. λεπτομερής αφήγηση, μακρηγορία, λεπτολογία2. ανωτερότητα έννοιαςαρχ.1. (για τον αέρα) ελαφρότητα, αραιότητα, διαύγεια («ἀέρα λεπτότητι καί καθαρότητι πρόσφορον», Πλούτ.)2. (για την ψυχή) αϋλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.